υδροσύρτης
Смотреть что такое "υδροσύρτης" в других словарях:
υδροσύρτης — ο, Ν 1. διάταξη για την κατανομή τού προερχόμενου από έναν κεντρικό αγωγό νερού σε δύο ή περισσότερους αγωγούς 2. είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σύρτης] … Dictionary of Greek
υδρονομέας — ο, Ν 1. υπάλληλος τής υδρονομικής υπηρεσίας τής αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων 2.… … Dictionary of Greek
υδρονομέας — ο 1. υπάλληλος της υδρονομικής υπηρεσίας, που ρυθμίζει τα σχετικά με τη διανομή του νερού, ο νεροκράτης. 2. δικλίδα που ρυθμίζει την ποσότητα της παροχής του νερού, υδροσύρτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)